Ἑβραίους

Ἑβραίους
Ἑβραί̱ους , Ἑβραῖος
a Hebrew
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εβραίους, επιστολή προς- — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, γραμμένη σε εξαιρετικά γλαφυρό ύφος. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα, αμφισβητήθηκε η προέλευσή της καθώς και ο χρόνος της συγγραφής της. Παρ’ όλα αυτά, η… …   Dictionary of Greek

  • Επιστολή προς Εβραίους — Μία από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου η οποία σώζεται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Είναι ιδιότυπη ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τη γλώσσα και γι’ αυτό η πατρότητά της αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, η ομοιότητα της διδασκαλίας της με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …   Dictionary of Greek

  • Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • εβραΐζω — (AM ἑβραΐζω) 1. μιμούμαι τους Εβραίους στη γλώσσα ή στους τρόπους 2. συμπαθώ τους Εβραίους αρχ. μιλώ Εβραϊκά …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… …   Dictionary of Greek

  • Αγγαίος — (β’ μισό 6ου αι. π.Χ.).Βιβλικό πρόσωπο.Προφήτης των Εβραίων, o δέκατος στην κανονική σειρά των ελασσόνων προφητών και πρώτος από αυτούς που προφήτεψαν μετά την αιχμαλωσία (μεταιχμαλωσιακούς). Φαίνεται ότι γεννήθηκε στη Βαβυλώνα και ήταν ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαάμ — (13ος αι. π.Χ.). Προφήτης από τη Μεσοποταμία, τον οποίο κάλεσε ο βασιλιάς της Μωάβ Βαλάκ για να καταραστεί τους Εβραίους, που είχαν εισβάλει στη χώρα του με αρχηγό τον Μωυσή. Ο Β., όμως, συγκινημένος από το δράμα του ισραηλιτικού λαού, χάρισε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”